- συλήτειρα
- σῡλ-ήτειρα, ἡ,A plunderer,
δόρκα σ. ἀγρωστᾶν E.HF 377
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δόρκα σ. ἀγρωστᾶν E.HF 377
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συλήτειρα — ἡ, Α αυτή που διαπράττει σύληση ξένων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλῶ + επίθημα τειρα (πρβλ. υμνή τειρα)] … Dictionary of Greek
συλήτειραν — σῡλήτειραν , συλήτειρα plunderer fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)